- ερεβινθοειδής
- ης, ες похожий на турецкий горошек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερεβινθοειδής — ές αυτός που μοιάζει με ρεβίθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερέβινθος + ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Κ. Μητσόπουλο] … Dictionary of Greek
ερεβινθώδης — ες (AM ἐρεβινθώδης, ες) [ερέβινθος] αυτός που μοιάζει με ρεβίθι, ο ερεβινθοειδής … Dictionary of Greek